- αργυρογνωμονικός
- ἀργυρογνωμονικός, -ή, -όν (Α) [αργυρογνώμων]έμπειρος, ικανός στο να δοκιμάζει, να εξετάζει τον άργυρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀργυρογνωμονικός — skilled in assaying silver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)